- βαράθρῳ
- βάραθρονgulfneut dat sgβάραθροςone that ought to be thrown into the pitmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαραθρώ — βαραθρῶ ( όω) (Α) 1. ρίχνω κάποιον σε βάραθρο … Dictionary of Greek
βαράθρωι — βαράθρῳ , βάραθρον gulf neut dat sg βαράθρῳ , βάραθρος one that ought to be thrown into the pit masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαράθρωση — η 1. η πτώση σε βάραθρο 2. η καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαραθρώ. Η λ. βαράθρωσις μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
καταβαραθρώνω — και καταβαραθρῶ, όω 1. ρίχνω κάποιον σε βάραθρο 2. (συν. μτφ.) καταστρέφω τελείως, χαντακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαραθρῶ (< βάραθρον). Η λ., στον λόγιο τ. καταβαραθρῶ, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλλιγγενεσία] … Dictionary of Greek